ανισόπεδος

ανισόπεδος
-η, -ο κ. ανισόπεδος, -ο
ο μη ισόπεδος, αυτός που δεν βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ισόπεδος. Η λ. μαρτυρείται στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ραγκαβή (1809-1892)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανισόπεδος — η, ο αυτός που δεν είναι ισόπεδος: Για να πας στο χωριό θα ακολουθήσεις μια ανισόπεδη διάβαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”